- κιλότα
- ηβλ. κυλότα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιλότα — η (λ. γαλλ.) 1. παντελόνι στρατιωτικών ή ιππέων φαρδύ ως τα γόνατα και στενό στις κνήμες. 2. γυναικείο εσώρουχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διευθυντήριο — (γαλλ. Directoire). Συνταγματικό καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στην επαναστατική Γαλλία τον Οκτώβριο του 1795, με το σύνταγμα του επαναστατικού έτους ΙΙΙ, και διατηρήθηκε έως τον Νοέμβριο του 1799. Στην πραγματικότητα το Δ. ήταν ένας από τους… … Dictionary of Greek
chiloţi — chilóţi s. m. pl. (sg. chilót) Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic CHILÓŢI m. pl. Obiect de lenjerie sau de sport care acoperă corpul de la talie în jos până mai sus de genunchi. /<fr. culotte Trimis de siveco,… … Dicționar Român
βρακί — το 1. αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, σώβρακο ή κιλότα: Τα έκανε στο βρακί του. 2. φρ., «Την πήρε με το βρακί της», την παντρεύτηκε χωρίς προίκα· «Τον βάζει ή τον έχει στο βρακί της», τον κάνει ό,τι θέλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισκελίδα — η 1. πανταλόνι, βρακί, κιλότα. 2. στους αρχαίους και γυναικείο κόσμημα που φοριόταν σαν βραχιόλι στις κνήμες, το μηρό ή τον αστράγαλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)